συρόποδες
Look at other dictionaries:
συρόποδες — οί, Α φρ. «συρόποδες στίχοι» πιθ. αντί συριγγόποδες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε συριγγόποδες] … Dictionary of Greek
συρόποδες — οί, Α φρ. «συρόποδες στίχοι» πιθ. αντί συριγγόποδες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε συριγγόποδες] … Dictionary of Greek